γυμνώ — βλ. γυμνώνω … Dictionary of Greek
γυμνῷ — γυμνάζω train naked fut opt act 3rd sg γυμνός naked masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνώ — γυμνός naked masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνῶι — γυμνῷ , γυμνάζω train naked fut opt act 3rd sg γυμνῷ , γυμνός naked masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXCUTIENDI Vestes gremiumque ritus Hebraeorum cum indignabundi significare — et ominari imprecarique vellent,aliquem a Deo suis bonis excussum iri indigitatur Esrae c. 5. v. 13. Vide infra Vestis. Sed et excutere, idem quod scrutari est ac praetentare, Gr. ἐξερεινᾷν, ἐκσείειν καὶ ἐκτινάσσειν. Certe vix olim colloquium… … Hofmann J. Lexicon universale
αναγυμνώ — ἀναγυμνῶ ( όω) (Α) απογυμνώνω, ξεσκεπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυμνῶ] … Dictionary of Greek
γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… … Dictionary of Greek
γύμνωση — η (AM γύμνωσις) [γυμνώ] 1. αφαίρεση ενδυμάτων, γδύσιμο 2. αφαίρεση πραγμάτων με αρπαγή, λεηλασία 3. γύμνια νεοελλ. στέρηση … Dictionary of Greek
εχινώδης — ες (Α ἐχινώδης, ες) [εχίνος] αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης νεοελλ. (για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς αρχ. τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.) … Dictionary of Greek
περιγυμνώ — όω, Μ γυμνώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γυμνῶ (< γυμνός)] … Dictionary of Greek